Ὀρθιᾶν — Ὀρθία fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρθίαν — Ὀρθίᾱν , Ὀρθία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθίαν — ὀρθίᾱν , ὄρθιος straight up fem acc sg (attic doric aeolic) ὀρθίᾱν , ὀρθιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὀρθίᾱν , ὀρθιάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sampi — This article is about the letter. For other uses, see Sampi (disambiguation). Greek alphabet Αα … Wikipedia
PRAENESTE — urbs Latii una ex celeberrimis, in sinibus Aequorum, a Româ 24. mill. pass. versus Fucinum lacum. Memoratur Plauto, Ciceroni, pro Planc. c. 26. Varroni, Virgilio, Propertio, Horatio, Livio, Dionysio, Velleio, Val. Maximo, Straboni, Plinio, Statio … Hofmann J. Lexicon universale
λυγόδεσμος — λυγόδεσμος, η, ον, δωρ. θηλ. α (Α) 1. δεμένος, περιτυλιγμένος με κλαδιά λυγαριάς 2. (το θηλ. στον δωρ. τ. ως κύριο όν.) ἡ Λυγοδέσμα προσωνυμία τής Αρτέμιδος στη Σπάρτη («καλοῡσι δὲ οὐκ Ὀρθίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ Λυγοδέσμαν τὴν αὐτὴν ὅτι ἐν θάμνῳ… … Dictionary of Greek
πρόσβαση — η / πρόσβασις, άσεως, ΝΜΑ [προσβαίνω] το μέρος από το οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει κάπου νεοελλ. 1. το να πλησιάζει κανείς κάπου, προσέγγιση, πλησίασμα 2. δίοδος, οδός, πέρασμα («η αστυνομία απέκλεισε όλες τις προσβάσεις προς το αεροδρόμιο»)… … Dictionary of Greek